- μισοφόρι
- τοβλ. μεσοφόρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοφόρι — το το μεσοφόρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοφόρι — και μισοφόρι, το ελαφρύ γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσο φόρι(ο)ν, υποκορ. τού ουδ. μεσό φορον (ενν. ένδυμα) ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσόφορος (για τη σχέση μεταξύ μεσοφόρι και… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek